μούσα

μούσα
(Αστρον.). Διεθνώς Musa 600. Αστεροειδής που επισημάνθηκε στις 14 Ιουνίου 1906. Το φαινόμενομέγεθός του στη μέση αντίθεσή του είναι περίπου 13,0 και σε απόσταση μιας αστρονομικής μονάδας από τη Γη και από τον Ήλιο 10,18.
* * *
(I)
η (ΑΜ μοῡσα, Α αιολ. τ. μοῑσα, δωρ. τ. μῶσα, λακων. τ. μῶα)
1. (συν. στον πληθ. ως κύριο όν.) οι Μούσες
θυγατέρες τής Μνημοσύνης και τού Διός, θεότητες τής ποίησης, τής λογοτεχνίας, τής μουσικής και τού χορού και αργότερα τής αστρονομίας, τής φιλοσοφίας και κάθε πνευματικής αναζήτησης, προστάτιδες κάθε πνευματικής και καλλιτεχνικής εκδήλωσης («ἄνδρα μοι ἐννεπε, Μοῡσα, πολύτροπον...»), Ομ. Οδ.)
2. μικρός πεπιεσμένος σπόγγος τετράγωνου, τριγωνικού ή στρογγυλού σχήματος που χρησιμοποιείται κατά τη Θεία Λειτουργία για τη «συστολή» τών Τιμίων Δώρων και για καθαρισμό τού Δισκαρίου και τού Αντιμηνσίου μετά τη μετάληψη τών ιερέων
νεοελλ.
1. φανταστική μορφή που πιστεύεται ότι εμπνέει τους ποιητές, η προσωποποίηση τής έμπνευσης
2. η τεχνοτροπία, η ικανότητα και η ιδιοφυΐα κάθε ποιητή
3. το σύνολο τών ποιητικών έργων ενός λαού, ενός τόπου ή μιας χρονικής περιόδου
4. το φυτό μπανανιά
5. ως κύριο όν. Μούσα
αστρον. ονομασία αστεροειδούς
μσν.
ως επίθ. μουσικός, μελωδικός
αρχ.
1. μουσική, άσμα
2. ευπρέπεια
3. ευγλωττία
4. στον πληθ. αἱ μοῡσαι
προτερήματα εκπαίδευσης («ἀπαίδευτον τῶν περὶ τὰς νυμφικὰς μούσας νόμων», Πλάτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Οι ποικίλες χρήσεις τής λ. μοῦσα, καθώς και το ότι η αρχική σημασία της δεν έχει απόλυτα εξακριβωθεί, έχουν οδηγήσει την ετυμολ. σε διάφορες κατευθύνσεις. Η ύπαρξη διαφορετικών τύπων ανά διάλεκτο (μοῦσα ιων-αττ., μῶσα δωρ., μοῖσα αιολ.) βεβαιώνει ότι το ου- τού μοῦσα είναι προϊόν αντέκτασης ενός θηλ. ονόματος σχηματισμένου με επίθημα -ya, αλλά παραμένει ανεξακρίβωτο το θέμα τής λ. Πιθανότερη, ωστόσο, θεωρείται η άποψη ότι η λ. ανάγεται σε αμάρτυρο τ. *μόνθ- (> *μόντ- > *μόνσσ-α > *μόνσ-α > μοῦσα / μῶσα / μοῖσα) και συνδέεται με τα μενθήρη, μανθάνω. Κατ' άλλη άποψη, η λ. έχει προέλθει από αμάρτυρο τ. *μόντ- και ανάγεται στη ρίζα *men- τών μένος, μέμονα. Η άποψη αυτή όμως αφήνει ανερμήνευτη την παρουσία τού -τ- στο θ. μεν-. Κατ' άλλους, η λ. ανάγεται στη ρίζα *men- τού μένος, αλλά προέρχεται από αμάρτυρο τ. *μόν-σα. Η άποψη αυτή προσκρούει σε μορφολογικές δυσχέρειες, καθώς η παραγωγή θηλυκών με κατάληξη -σα είναι σπανιότατη και επειδή το σύμπλεγμα -νσ- κατά τις παλαιές αντεκτάσεις θα οδηγούσε σε σίγηση τού -σ-και όχι τού -ν-. Η άποψη, εξάλλου, ότι η λ. ανάγεται σε αμάρτυρο τ. *μω-ντ- (πρβλ. μῶσθαι «επιθυμώ») προσκρούει και σε μορφολογικές και σε σημασιολογικές δυσχέρειες. Έχει, τέλος, προταθεί η σύνδεση τής λ. μοῦσα (< *μόντ-), σύμφωνα με τη σημ. «νύμφη τών βουνών», με το λατ. mōns, mōntis «βουνό», όμως και η άποψη αυτή προσκρούει στο γεγονός ότι η οικογένεια τού λατ. mōns δεν μαρτυρείται σε άλλη λ. τής Ελληνικής. Τη λ. δανείστηκε η Λατινική: Μŭsa, musica, mūsaeum (πρβλ. γαλλ. Μuse, musique, mosaique)].
ΠΑΡ. μουσείον, μουσικός
αρχ.
μουσαίος, μουσάριον (Ι), μούσειος, μουσιάζω, μουσίζω.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) μουσόληπτος, μουσοτραφής, μουσουργός, μουσοφιλής
αρχ.
μουσαγέτας, μούσαρχος, μουσόδομος, μουσοδόνημα, μουσοεπής, μουσόθετος, μουσοκόλαξ, μουσομανής, μουσόμαντις, μουσομήτωρ, μουσολάτακτος, μουσόπλαστος, μουσόπνευστος, μουσόπνους, μουσοποιός, μουσοπόλος, μουσοπρόσωπος, μουσόρρυτος, μουσοτέχνης, μουσοτόκος, μουσόφθαρτος, μουσοφίλητος, μουσοχαρής, μουσωδός
μσν.
μουσόστολος, μουσότευκτος
νεοελλ.
μουσόφιλος. (Β' συνθετικό) άμουσος, φιλόμουσος
αρχ.
αγχίμουσος, απόμουσος, δύσμουσος, έμμουσος, εύμουσος, κακόμουσος, πάμμουσος, παράμουσος, ποικιλόμουσος, πολύμουσος, πτωχόμουσος, υποάμουσος
νεοελλ.
αφιλόμουσος].
————————
(II)
μούσα και μούση, ἡ (Μ)
στόμιο δοχείου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βεν. muza].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • Μούσα — Μούσᾱ , Μοῦσα music fem nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μούσᾳ — Μούσᾱͅ , Μοῦσα music fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μοῦσα — music fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μοῦσα — music fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μούσα — η 1. μυθολογική θεότητα, που, όπως πίστευαν, ενέπνεε τους ποιητές, η έμπνευση: Εμπνεύστηκε από τη μούσα. 2. η ιδιοφυΐα και η τεχνοτροπία κάθε ποιητή και καλλιτέχνη: Η μούσα του Ομήρου. 3. το σύνολο των ποιητικών έργων μιας γλώσσας, ενός λαού κτλ …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μούσα — μού̱σᾱ , Μοῦσα music fem nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μούσᾳ — μού̱σᾱͅ , Μοῦσα music fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Αϊούν-Μούσα — (Πηγές του Μωυσή). Πηγές στη δυτική περιοχή της χερσονήσου του Σινά κοντά στην παραλία. Απέχουν περίπου 6 ώρες από την πόλη του Σουέζ. Υπήρξε μία από τις γνωστότερες τοποθεσίες κατά την αρχαιότητα. Στη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου πόλεμου υπήρχε… …   Dictionary of Greek

  • Κουαρίσμι, Μοχάμετ ιμπν Μουσά αλ- — (Mohamed Ibn Musa Αl Khowarizmi, τέλη 8ου – αρχές 9ου αι. μ.Χ.). Άραβας μαθηματικός, γεωγράφος και αστρονόμος. Εργαζόταν στην Αυλή του χαλίφη της Βαγδάτης Μομούν. Η μαθηματική πραγματεία του με τίτλο Κιτάμπ αλ γιάμπρ ουά’λ μουκάμπαλα… …   Dictionary of Greek

  • μουσαγέτα — μουσᾱγέτᾱ , Μουσαγέτης masc nom/voc/acc dual (doric) μουσᾱγέτα , Μουσαγέτης masc voc sg (doric) μουσᾱγέτᾱ , Μουσαγέτης masc gen sg (doric aeolic) μουσᾱγέτα , Μουσαγέτης masc nom sg (epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”